- φόρηση
- η / φόρησις, -ήσεως, ΝΜΑ, και φόρεσις, -έσεως, Α [φορῶ]νεοελλ.βιολ. μορφή κοινοβίωσης κατά την οποία ένας οργανισμός μεταφέρεται από έναν άλλον οργανισμό ή και μεταφορικό μέσο χωρίς να υπεισέρχεται παρασιτισμός στη σχέση αυτή, όπως είναι λ.χ. η μετακίνηση σε μεγάλες αποστάσεις ορισμένων αρθροπόδων που προσκολλώνται σε ένα ιπτάμενο ζώο ή η μετακίνηση μέσα στο νερό τού ψαριού ρέμορα, που μεταφέρεται προσκολλώμενο σε καρχαρίες ή σε άλλους οργανισμούς ή και στο κύτος τών πλοίωνμσν.-αρχ.μεταφοράαρχ.η ενέργεια τού φορώ, το να φορεί κανείς κάτι («ἱματίου... φορήσεως», Αθήν.).
Dictionary of Greek. 2013.